ασκοτσάμπουνο

ασκοτσάμπουνο
το см. άσκαυλος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ασκοτσάμπουνο" в других словарях:

  • ασκομαντούρα — Πνευστό όργανο, γνωστό απότην αρχαιότητα και εξαιρετικά δημοφιλές στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα. Σήμερα το συναντούμε με ποικίλα ονόματα και σχήματα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Λέγεται και ασκοτσάμπουνο, τσαμπούνα και γκάιντα. Αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • ασκοτσαμπούνα — η και ασκοτσάμπουνο, το η ασκομαντούρα, ο άσκαυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκί + τσαμπούνα η, «είδος αυλού»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»