ασκοτσάμπουνο
Смотреть что такое "ασκοτσάμπουνο" в других словарях:
ασκομαντούρα — Πνευστό όργανο, γνωστό απότην αρχαιότητα και εξαιρετικά δημοφιλές στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα. Σήμερα το συναντούμε με ποικίλα ονόματα και σχήματα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Λέγεται και ασκοτσάμπουνο, τσαμπούνα και γκάιντα. Αποτελείται από… … Dictionary of Greek
ασκοτσαμπούνα — η και ασκοτσάμπουνο, το η ασκομαντούρα, ο άσκαυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκί + τσαμπούνα η, «είδος αυλού»] … Dictionary of Greek